Επτά βασικά μηνύματα για την ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα περιλαμβάνει η πρόσφατη μελέτη της McKinsey στην οποία αναφέρθηκε και η γ.γ. του ΥΠΕΝ, Αλεξάνδρα Σδούκου, μιλώντας την Τετάρτη στο Power & Gas Forum.
Συγκεκριμένα στην “ακτινογραφία” της McKinsey τονίζεται ότι η χώρα μας είναι σε θέση να μειώσει τις εκπομπές ρύπων της κατά 55% ως το 2030 εφόσον εστιάσει στις πιο ώριμες τεχνολογίες, όπως οι ΑΠΕ και η ηλεκτροκίνηση, και με παράλληλη επένδυση σε πιο καινοτόμες τεχνολογίες για να προετοιμαστεί σταδιακά για το 2050.
Προφανές είναι ότι η απανθρακοποίηση θα λάβει χώρα με διαφορετική ταχύτητα ανά κλάδο της οικονομίας, όμως ο ηλεκτρισμός θα είναι η έμφαση κατά τα πρώτα χρόνια της προσπάθειας, αφού εκεί είναι πιο ώριμες οι συνθήκες.
Δεύτερο σημείο όπου εστιάζει η μελέτη είναι ότι υπάρχουν έξι συγκεκριμένες τεχνολογίες που είναι σε θέση να συνεισφέρουν το 80% της μείωσης εκπομπών μέχρι το 2050: Η ηλεκτροδότηση της ενεργειακής ζήτησης (39%), η αντικατάσταση των κινητήρων εσωτερικής καύσης με ηλεκτρικά αυτοκίνητα (15%), η χρήση του υδρογόνου –μπλε και σταδιακά πράσινου (10%)–, η προσαρμογή της χρήσης γης και των δασικών δραστηριοτήτων (6%), η ενεργειακή απόδοση κτιρίων και βιομηχανιών (5%), και η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS) (5%) για τις εκπομπές που δεν μπορούν να απομειωθούν με πιο οικονομικές δράσεις.
Από εκεί και πέρα, η McKinsey θεωρεί κρίσιμο το ρόλο της ενεργειακής απόδοσης και της διαχείρισης ζήτησης για την επιτάχυνση και τη μείωση του κόστους της ενεργειακής μετάβασης.
Όσον αφορά συγκεκριμένα το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας μας, τονίζεται ότι θα χρειαστούν περισσότερες ΑΠΕ και βιομάζα, με διπλασιασμό του κλάδου ηλεκτρισμού στο απώτερο μέλλον. Ταυτόχρονα, απαραίτητη κρίνεται η χρήση πράσινου υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές για να επεκταθεί η απανθρακοποίηση σε τομείς όπως οι βαριές μεταφορές και η βιομηχανία.
Πέμπτο σημείο ενδιαφέροντος στη μελέτη αποτελούν οι επενδύσεις, που εκτιμάται ότι πρέπει να φτάσουν τα 500 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία ως το 2050. Ως εκ τούτου, θεωρείται αναπόφευκτη η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας μας συνολικά με εμπροσθοβαρείς επενδύσεις που εν τέλει θα οδηγήσουν σε μείωση του λειτουργικού κόστους.
Το παραπάνω ποσό μεταφράζεται σε 16,6 δισ. ευρώ ετησίως και εκ των 500 δισ. τα 425 θα αφορούν υφιστάμενες τεχνολογίες και τα 75 δισ. σε πράσινες τεχνολογίες. Μάλιστα, η έγκαιρη είσοδος της χώρας μας σε νέες τεχνολογίες όπως η δέσμευση άνθρακα, το πράσινο υδρογόνο και τα βιοκαύσιμα μπορούν να της δώσουν σημαντικό πλεονέκτημα. Σε κάθε περίπτωση, προαπαιτούμενο είναι ένα κατάλληλο ρυθμιστικό και αδειοδοτικό πλαίσιο.
Με αφορμή τα παραπάνω, η McKinsey εκτιμά ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει ένα χαρτοφυλάκιο πέντε ευκαιριών οικονομικής ανάπτυξης που συνδέονται με τη βιωσιμότητα. Το όφελος για την εθνική οικονομία μπορεί να είναι 85-150.000 θέσεις εργασίας και 5-8 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ ως το 2050.
Οι πέντε αυτές ευκαιρίες εντοπίζονται στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, την ανάπτυξη μεσογειακού κόμβου υπεράκτιων αιολικών με συνεργασίες με διεθνείς εταιρείες, την παραγωγή υδρογόνου για εγχώριες χρήσεις και εξαγωγή, την ανακύκλωση μπαταριών και τα πλοία χαμηλών εκπομπών δεδομένης και της σημαντικής παρουσίας της Ελλάδας στην παγκόσμια ναυτιλία.
Τέλος, η McKinsey εκτιμά ότι η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί ουσιαστικές αλλαγές και πολιτικές στα επόμενα χρόνια με αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων, γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και καθυστερήσεων που εξακολουθούν να παρατηρούνται.https://energypress.gr/news/mckinsey-se-epta-axones-mporei-na-vasistei-mia-epityhimeni-energeiaki-metavasi-tis-elladas